Τρίτη 12 Μαρτίου 2024

Περί της προστασίας των πολιτιστικών μνημείων του τόπου

 

  «Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του, το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα, στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας».

       Σύνταγμα της Ελλάδας, Άρθρο 24 παρ.1

  Στην αρχή αυτού του κειμένου θα πρέπει να γίνουν κάποιες παραδοχές. Η πρώτη από αυτές έχει να κάνει με τη ρητή αναφορά του Συντάγματος στην ενεργή και διαρκή υποχρέωση του Κράτους, όσον αφορά στην προστασία (και) του πολιτιστικού περιβάλλοντος της χώρας. Ένα περιβάλλον το οποίο έχει δικαίωμα να απολαμβάνει ο κάθε πολίτης. Η δεύτερη παραδοχή αφορά στα επίσης συνταγματικά κατοχυρωμένα ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα τα οποία απολαμβάνουν οι πολίτες ενός δημοκρατικού κράτους. Η τελευταία δε από τις παραδοχές μας, έχει να κάνει με την ίδια την έννοια του Κράτους, συστατικό στοιχείο του οποίου αποτελεί ο λαός επί του οποίου αυτό «άρχει» καθώς, αν και μπορεί να υπάρχει λαός χωρίς Κράτος, δεν μπορεί να υπάρξει Κράτος χωρίς λαό.

  Επί του προκειμένου, στο ανθρωπογενές πολιτιστικό περιβάλλον που το Κράτος καλείται ενεργά να προστατεύσει, ως αναπόσπαστο τμήμα της πολιτιστικής του κληρονομιάς, ανήκει το «σύνολο των δημιουργημάτων του ανθρώπου στο χώρο» δηλαδή οι αρχαιότητες, τα μνημεία, τα διατηρητέα κτήρια κλπ. Όπως καταλαβαίνει κανείς, η παρουσία κτιρίων όπως αυτά του παλιού Πρωτοδικείου και της παλιάς Μεραρχίας στην Καβάλα, χτισμένα στα τέλη του 19ου αι. και άμεσα συνδεδεμένα με τη νεότερη ιστορία της, αποτελούν όχι απλά «ζωντανούς» της μάρτυρες, αλλά και σημεία αναφοράς της.

  Στην έννοια όμως της προστασίας τους, ως σημαντικό μέρος (ας επαναληφθεί) της πολιτιστικής κληρονομιάς της πόλης μας υπεισέρχεται, εκτός από την υποχρέωση προστασίας τους από το Κράτος, και το δικαίωμα όλων μας όχι μόνο στην «απόλαυσή» τους, αλλά και στην εκπλήρωση της συνταγματικής επιταγής για τη διαρκή και ανεμπόδιστη παρουσία και «χρήση» τους από τους πολίτες. Και σε αυτήν ακριβώς την έννοια της προστασίας τους, «συναντώνται» τόσο το ατομικό, όσο και το κοινωνικό αλλά και το πολιτικό μας δικαίωμα για την απαίτηση ανάληψης από το Κράτος του συνόλου των ενεργειών που θα προστατεύσουν και θα διασφαλίσουν τη διαχρονική παρουσία τους.

   Ως ατομικό δικαίωμα διότι η παρουσία τους αποτελεί συστατικό στοιχείο  της ατομικής ταυτότητας-προσωπικότητας όλων μας, όπως αυτή διαμορφώνεται διαχρονικά μέσω της «επαφής» μας με την ιστορία της πόλης. Μία προσωπικότητα η ελεύθερη και ανεμπόδιστη ανάπτυξη της οποίας επίσης προστατεύεται με βάση το Άρθρο 5 (παρ.1) του Συντάγματος.

  Ως κοινωνικό δικαίωμα διότι όλες και όλοι μας αποτελούμε μέλη ενός κοινωνικού συνόλου με κοινές αναφορές στην κοινωνικό-πολιτική ιστορία του τόπου, αναπόσπαστο τμήμα της οποίας αποτελούν τα εν λόγω κτίρια. Η άσκηση αυτού του δικαιώματος, το οποίο τελεί υπό την εγγύηση του Κράτους σύμφωνα με το Άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος, εκφράζεται (και) μέσω της απαίτησης για την ενεργή προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος.

  Ως πολιτικό τέλος δικαίωμα διότι η ενεργή συμμετοχή μας στα πολιτικά δρώμενα του τόπου (και της χώρας), αποτελεί έκφραση της προεξάρχουσας συνταγματικής αρχής της λαϊκής κυριαρχίας (Άρ.1 παρ.2) που διασφαλίζει τη δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος. Μία συμμετοχή η οποία δεν εξαντλείται με την περιοδική άσκηση του εκλογικού μας δικαιώματος, αλλά εκφράζεται (και) μέσω της ενεργούς επαγρύπνησής μας για την προστασία των δικαιωμάτων όλων μας.

  Όπως γίνεται αντιληπτό από όσα παραπάνω εντελώς συνοπτικά αναφέρθηκαν, η προστασία των πολιτιστικών μνημείων της πόλης, όπως το παλιό Πρωτοδικείο και η παλιά Μεραρχία, εκτός από υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός, για να γίνει πράξη πρέπει να αποτελέσει και αντικείμενο μιας διαρκούς πίεσης προς αυτό ώστε να αναλάβει τις ευθύνες του.

  Γιατί η εγκατάλειψη και η αδράνεια, οδηγούν στη λήθη.

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2024

ΕΤΑΔ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ

 

  Επειδή η ΕΤΑΔ συμπεριφέρεται ως γενικός «δερβέναγας» των δημόσιων κτημάτων που της έχουν παραχωρηθεί, αυτό δεν σημαίνει ότι μοναδικός της σκοπός θα πρέπει να είναι η αποκόμιση εσόδων για το δημόσιο ταμείο από την εκμετάλλευσή τους. Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε οικονομική απαίτησή της για την παραχώρηση χρήσης στους δήμους -ιδιαίτερα- των πολιτιστικών μνημείων που αποτελούν τοπόσημα και χαρακτηρίζουν την πολιτισμική, κοινωνική αλλά και ιστορική πορεία πόλεων και περιοχών της ελληνικής επικράτειας, δεν πρέπει να γίνεται ανεκτή, από τη στιγμή που η όλη διαδικασία-διαπραγμάτευση θέτει σε άμεσο κίνδυνο ακόμη και τη φυσική ύπαρξη αυτών των μνημείων στον χρόνο.

  Αποτελεί απόλυτη συνταγματική (και δικαστική) ευθύνη της ΕΤΑΔ, και κατ’ επέκταση του κράτους, η προστασία και διαφύλαξή τους, αναλαμβάνοντας το σύνολο των θετικών ενεργειών προς αυτόν τον σκοπό. Σε καμία δε περίπτωση, οικονομικής φύσης απαιτήσεις, δεν είναι δυνατό να θέτουν σε άμεσο κίνδυνο την πολιτιστική κληρονομιά ενός τόπου. Ενδεικτικά το παρακάτω απόσπασμα παλαιότερου κειμένου που αφορά στο ζήτημα:

  «… το δικαίωμα στο πολιτιστικό περιβάλλον εντάσσεται στην κατηγορία εκείνων των δικαιωμάτων για την ικανοποίηση των οποίων απαιτείται η κρατική παρέμβαση, δηλαδή η εκ μέρους των κρατικών οργάνων θετική ενέργεια1 ώστε να εξασφαλίζεται στο διηνεκές η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος και να διατηρείται η ελληνική πολιτιστική κληρονομιά στις επόμενες γενεές.2 Η άποψη αυτή, αποτυπώθηκε και στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά την οποία, με τις διατάξεις του άρθρου 24 του Συντάγματος διατυπώνονται επιταγές, απευθυνόμενες προς τον νομοθέτη για να προσδιορίσει, κατά την ιδιαίτερη κάθε φορά κρίση του το είδος και την έκταση της προστασίας του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος.3

Σκουλάς Γ. – Σκουλά Δ. ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ, Τόμος ΙΕ, τεύχος 60 Καλοκαίρι 2011, Το Δικαίωμα του Πολίτη στο Πολιτιστικό Περιβάλλον: Η Συνταγματική και Νομική του Διάσταση στην Παιδεία και στον Πολιτισμό, σ.9

1. Σιούτη Τ. Η συνταγματική Κατοχύρωση της Προστασίας του Περιβάλλοντος, Εκ. Σάκκουλας, Αθήνα 1985, σσ. 51-52.

2. Καρακώστα Ι. Ένδικα Μέσα Προστασίας των Περιβαλλοντικών Αγαθών, ΕΔΔΔ 1990, σελ. 177.

3. Τάχος Α. Δίκαιο Προστασίας Περιβάλλοντος, 1998, όπου και η σχετική νομολογία: ΣτΕ 4576/77, 3047/80, 262/82, 1069/84.


Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2023

Ω της παραφροσύνης


   Είναι φορές, όπως αυτή μεταξύ διαδοχικών εκλογικών αναμετρήσεων, που η διαστρέβλωση πραγματικών δεδομένων από εκείνους που διεκδικούν πάση θυσία την επίτευξη του στόχου τους, ξεπερνά κάθε όριο.

  Έτσι και σήμερα, λίγες ημέρες πριν τη διεξαγωγή των δεύτερων εκλογών της Κυριακής για την ανάδειξη του δημάρχου Καβάλας, η επίτευξη ποσοστού 36,7% από το συνδυασμό του Θεόδωρου Μουριάδη «Σύγχρονος δήμος», παρουσιάζεται από κάποιους ως… αποδοκιμασία των δημοτών επειδή (λέει) τον ψήφισαν μόλις… δύο στους δέκα!

  Και πώς καταλήγουν σε αυτόν τον παραλογισμό; Χρησιμοποιώντας το ποσοστό της αποχής!

  Εφόσον δηλαδή ένας στους δύο δεν πήγε να ψηφίσει, άρα το 36% του 47% που συμμετείχε, σημαίνει ότι το πραγματικό ποσοστό του συνδυασμού είναι… 17%!!

  Και ο πιο αδαής από τους δημότες, υιοθετώντας την ίδια «λογική», θα μπορούσε να συμπεράνει ότι οι υποστηρικτές του δεύτερου σε ψήφους συνδυασμού, δεν συγκέντρωσαν το 24%, αλλά μόλις το 11% των ψήφων.

  Ακριβώς με την ίδια λογική, συμπεραίνουμε ότι οι διοικήσεις που προέκυψαν από τις εκλογικές αναμετρήσεις των προηγούμενων 20 τουλάχιστον ετών, τόσο σε εθνικό όσο και σε αυτοδιοικητικό επίπεδο, εκπροσωπούν ποσοστό όχι μεγαλύτερο του 22 με 23%!

  Μόνο που οι αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες δεν λειτουργούν έτσι αγαπητοί.

  Οι εκπρόσωποι του λαού, αναδεικνύονται από εκείνους που εκφράζουν τη γνώμη τους μέσω της ψήφου. Όσοι απέχουν, αν δεν συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας, κακώς απέχουν. Εφόσον όμως (είτε επέλεξαν είτε όχι να) απέχουν από τη μέγιστη αυτή στιγμή της δημοκρατίας, η γνώμη τους -θετική ή αρνητική- απλά δεν καταγράφεται. Το να τη μεταφράζει κανείς όπως ακριβώς τον συμφέρει για την εξυπηρέτηση των σκοπών του, μόνο ως διαστρέβλωση (επιεικώς) της πραγματικότητας μπορεί να χαρακτηριστεί.

  Γι’ αυτό λοιπόν, εξαιρώντας από τη λογική του κειμένου το γεγονός ότι το σύνολο των 21 πρώτων σε σταυρούς υποψηφίων του «Σύγχρονου δήμου», έχουν καθένας τους ξεχωριστά τους διπλάσιους από τους αντίστοιχους υποψηφίους του δεύτερου, αυτοί που αξίζει να εκλεγούν στο πλευρό του επόμενου δημάρχου Καβάλας, είναι αυτοί που οι συνδημότες τους εμπιστεύθηκαν.

  Ο συνδυασμός «Σύγχρονος δήμος» και οι υποψήφιοι του νυν δημάρχου Καβάλας Θεόδωρου Μουριάδη.

Πέμπτη 31 Αυγούστου 2023

Επί τω(ν) έργω(ν)

 

Κοινό χαρακτηριστικό κάθε προεκλογικής περιόδου, αποτελεί η συζήτηση για το έργο που πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο πριν από αυτή. Στις αυτοδιοικητικές δε εκλογές, ιδιαίτερα αυτές του Α’ Βαθμού (δημοτικές) όπου όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας, η συζήτηση αυτή συχνά παίρνει διαστάσεις πέραν του αναμενομένου.

  Σκοπός αυτού του κειμένου είναι να εισάγει τον αναγνώστη του σε κάποιες βασικές έννοιες λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, ειδικά όσον αφορά στον τομέα λήψης διοικητικών αποφάσεων σε επίπεδο δήμου.

  Ξεκινώντας πρέπει να τονιστούν δύο δεδομένα. Αρχικά πως κανένα έργο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς την προηγούμενη εξασφαλισμένη χρηματοδότησή του. Δεύτερον ότι ενώ το σύνολο των δήμων της χώρας έχουν επιφορτιστεί με σειρά αποκλειστικών αρμοδιοτήτων, δεν προβλέπεται και η αντίστοιχη χρηματοδότησή τους. Αποτέλεσμα αυτών η αναγκαστική προσφυγή κάθε δημοτικής αρχής σε πηγές χρηματοδότησης από Περιφερειακά, κρατικά και ευρωπαϊκά προγράμματα. Αυτά όμως απαιτούν μία ιδιαίτερη και αρκετά χρονοβόρα διαδικασία υλοποίησης (προμελέτες, μελέτες, εγκρίσεις, προκηρύξεις, ενστάσεις, προσφυγές κλπ).

  Εάν λοιπόν μία δημοτική αρχή θέλει να παρουσιάσει ένα πρωτογενές έργο υποδομής στα στενά πλαίσια μιας και μόνο διοικητικής θητείας, θα πρέπει εκ των προτέρων να το ξεχάσει.

  Αυτός είναι και ο λόγος που το σύνολο των βασικών έργων, ακολουθούν το προσαυξητικό μοντέλο αποφάσεων, όπου κάθε ενέργεια βασίζεται-πατά στις αμέσως προηγούμενες, ώστε τα έργα να προχωρήσουν και (κάποια στιγμή) να ολοκληρωθούν.

  Μια απλή ματιά στα βασικά έργα υποδομής των τελευταίων ετών (και) στην Καβάλα, ως προς το πότε εξαγγέλθηκαν, πότε ξεκίνησαν και πότε τελικά ολοκληρώθηκαν, αρκεί για να πείσει κάθε δύσπιστο.

  Όσοι λοιπόν «σηκώνουν το λάβαρο του αγώνα» εναντίον κάθε δημοτικής αρχής επειδή μεν πρότεινε αλλά δεν ξεκίνησε και (φευ) δεν ολοκλήρωσε κάποια από αυτού του τύπου έργα, είτε δεν έχουν ιδέα από τον τρόπο λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης σε επίπεδο δήμου, είτε απλά ψεύδονται.

  Αυτό που μένει λοιπόν, είναι η διαχείριση της καθημερινότητας. Έργα δηλαδή μικρού σχετικά κόστους τα οποία εκτελούνται συνήθως είτε με ίδια μέσα του δήμου, είτε μέσω συμβάσεων με ιδιώτες στα πλαίσια των απευθείας αναθέσεων. Για να φύγει δε κάθε «σκιά» από αυτά τα τελευταία, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι απευθείας αναθέσεις γίνονται πάντα εντός των νομικών προβλέψεων (ν.4412/2016 Άρθ.118 & 328), δηλαδή «κατόπιν έρευνας αγοράς [κατάθεση προσφορών] και διαβούλευσης» και οικονομικών περιορισμών (Αρθ. 109Α & 320Α) δηλαδή για έργα «με εκτιμώμενη αξία ίση ή κάτω των 20.000€ άνευ ΦΠΑ» ή σε ειδικές και σαφώς προβλεπόμενες νομικά περιπτώσεις «κοινωνικών και άλλων ειδικών υπηρεσιών με όριο κόστους στα  60.000 € άνευ ΦΠΑ».

  Στην πορεία μας λοιπόν προς την ημέρα των εκλογών κι επειδή πολλά γράφηκαν κι ακούστηκαν κι άλλα τόσα επίσης θα γραφούν κι ακουστούν, κρατήστε τις αποστάσεις σας απ’ όλους εκείνους που «τάζουν λαγούς» για να προσφέρουν τελικά «φύκια».


Δευτέρα 7 Αυγούστου 2023

Δήμος Καβάλας. Αξίζει ή κοστίζει;

 

Οι «παροικούντες την Ιερουσαλήμ» ίσως και να μην έπεσαν από τα σύννεφα με τα κείμενα τοπικών ΜΜΕ και τις δημόσιες τοποθετήσεις υποψηφίων δημάρχων στις αυτοδιοικητικές εκλογές, που αναφέρονται σε πιθανότητες χρηματισμού ή προσπαθειών χρηματισμού υποψηφίων με σκοπό την ένταξή τους σε συνδυασμούς.

   Σε μία προσπάθεια μικρής ανάλυσης του φαινομένου, δημιουργούνται νομίζω αρχικά κάποια ερωτήματα. Πόσο άραγε να κοστίζει σε κάποιον η προσπάθεια διεκδίκησης του δημαρχιακού θώκου; Κι αξίζει τελικά μία τέτοια προσπάθεια; Αξία και κόστος. Δύο έννοιες στις οποίες τόσο αντικειμενικά, όσο -και κυρίως- υποκειμενικά κριτήρια παίζουν τον ρόλο τους.

  Για ποιον λόγο όμως κάποιος να μπει στη διαδικασία να ξοδέψει αυτά τα χρήματα; Ποια είναι η αξία αυτού που πληρώνει για να το αποκτήσει; Αυτή είναι και η σχέση κόστους και αξίας. Μία σχέση που αντιλαμβάνεται κανείς με καθαρά υποκειμενικά κριτήρια.

  Κρίνοντας ωστόσο το ζήτημα αντικειμενικά, θα πρέπει να διατυπώσουμε τη σωστή ερώτηση. Ποια όμως ερώτηση πληρεί το κριτήριο της αντικειμενικότητας; «Πόσο κοστίζει» ή «πόσο αξίζει» ο δήμος Καβάλας;

  Στο δίλημμα όμως αυτό προκύπτουν και πάλι υποκειμενικές εκτιμήσεις. Ενώ δηλαδή για κάποιους το κόστος που θα πρέπει να καταβληθεί μπορεί να είναι απαγορευτικό για το στόχο που επιδιώκουν, για κάποιους άλλους που έχουν την οικονομική δυνατότητα μπορεί  η αίγλη ή το πάθος τους να κατακτήσουν τη θέση του δημάρχου, να τους οδηγεί στην καταβολή οποιουδήποτε σχεδόν αντιτίμου. Για τους δεύτερους, η αξία της θέσης σημαίνει πολλά περισσότερα σε σχέση με το μεγάλο κόστος που καλούνται να καταβάλουν. Η περίπτωση επίκλησης του επιχειρήματος πως «ο δήμος πρέπει να απαλλαγεί από μία μη ικανή αρχή», δεν μπορεί να αποκλειστεί. Ο βαθμός ειλικρίνειας αυτής της δήλωσης όμως, σχετίζεται άμεσα με την κοινωνικά ή/και επαγγελματικά ανιδιοτελή συμπεριφορά αυτού που την εκφράζει. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία, οδηγεί σε συμπεράσματα που έχουν να κάνουν περισσότερο με την έννοια του προσδοκώμενου οικονομικού οφέλους λόγω της κατάκτησης της θέσης και όχι της συναισθηματικής της αξίας.

  Ως σημαντικές παράμετροι εδώ θα πρέπει να αναφερθούν οι περιοριστικές διατάξεις του νόμου, που καθορίζουν (και) το ύψος των οικονομικών δεδομένων που επιτρέπεται να καταβληθούν από τους υποψηφίους.

  Επιστρέφοντας λοιπόν στο αρχικό δίλημμα «πόσο κοστίζει» ή «πόσο αξίζει» ο δήμος Καβάλας, η σωστή ερώτηση θα πρέπει να είναι η δεύτερη. Πόσο αξίζει για κάποιον ή κάποια η εκλογή του/της στη θέση του δημάρχου. Μία τέτοια ερώτηση, περιλαμβάνει τόσο αντικειμενικά, όσο και υποκειμενικά κριτήρια τα οποία μπορούν να γίνουν αντιληπτά από τον καθένα, καθώς περιλαμβάνουν τόσο συναισθηματικούς όσο και οικονομικούς παράγοντες. Με δυο λόγια, η σημασία και η σπουδαιότητα της θέσης αντικατοπτρίζονται σε και -ενίοτε- προβάλλονται διά του προσώπου που καλείται από τους συνδημότες του να υπηρετήσει το θεσμό. Ζητήματα εμπιστοσύνης, ικανότητας, ήθους κ.α. εμπλέκονται στην εν λόγω διαδικασία. Ταυτόχρονα, η οικονομική δυνατότητα που καλείται να έχει ο/η υποψήφιος/α δήμαρχος ώστε να διεκδικήσει το αξίωμα, διαμορφώνει τόσο μία δημόσια εικόνα ισχύος του/της υποψηφίου/ας, όσο (ίσως )και τις προοπτικές επιτυχίας του εγχειρήματος.

  Συμπερασματικά, η σημασία και η σπουδαιότητα του αιρετού θεσμικού αξιώματος, καθορίζεται μεν από τους διεκδικητές του, αξιολογείται όμως από τους συνδημότες του. Τόσο σε προσωπικό, όσο και σε δημόσιο επίπεδο. Γιατί είναι αυτές και αυτοί που αποφασίζοντας με την ψήφο τους, δίνουν την αξία που πρέπει τόσο στο πρόσωπο, όσο και στον θεσμό.

  Εμείς είμαστε αυτοί που θ’ αποφασίσουμε ποιος αξίζει για τη θέση του δημάρχου, ανεξάρτητα από το οικονομικό κόστος που ο ίδιος, ίσως σε μια προσπάθεια εντυπωσιασμού, έχει επιλέξει να πληρώσει.

  Γιατί όσο κι εάν κοστολογείται, δεν θα πρέπει ν’ αγοράζεται